- οψίφυγος
- ὀψίφυγος, -ον (Α)αυτός που φεύγει αργά, καθυστερημένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -φυγος (< φυγή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀψίφυγος — fleeing late masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… … Dictionary of Greek